πλημμυροπαθής

πλημμυροπαθής
-ές, Ν
1. (για χώρες, περιοχές)
αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. σεισμο-παθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλημμυροπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έπαθε, καταστράφηκε από πλημμύρα: Οι πλημμυροπαθείς ζητούν δάνεια για την αντιμετώπιση των αναγκών τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”